ισχυρογνωμοσύνη

ισχυρογνωμοσύνη
η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) [ισχυρογνώμων]
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰσχυρογνωμοσύνῃ — ἰσχυρογνωμοσύνη obstinacy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχυρογνωμοσύνη — η αδικαιολόγητη επιμονή σε κάποια γνώμη, πείσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχυρογνωμοσύνης — ἰσχυρογνωμοσύνη obstinacy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …   Dictionary of Greek

  • πεισματικός — ή, ό / πεισματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (Ι)] αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα 2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως… …   Dictionary of Greek

  • αδιαλλαξία — η [αδιάλλακτος] έλλειψη διαλλακτικότητας, ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, φανατισμός …   Dictionary of Greek

  • αδιατρεψία — ἀδιατρεψία, η (Α) [ἀδιάτρεπτος] ισχυρογνωμοσύνη, θρασύτητα, αδιαντροπιά …   Dictionary of Greek

  • ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… …   Dictionary of Greek

  • ατεραμνότης — ἀτεραμνότης, η (Α) επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • αυθάδεια — η (AM αὐθάδεια) [αυθάδης] θράσος αρχ. 1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα 2. σκληρότητα ή τραχύτητα χαρακτήρα 3. (για έργα τέχνης) εκφραστική ακαμψία, τραχύτητα 4. αλαζονεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”